-
1 крупа
пищ. το άλφιτοледяная - τα ψίγματα του πάγου, το χαλάζιперловая - ο φάρος, το ξεφλουδισμένο κριθάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крупа
-
2 крупа
-
3 крупа
круп||аж1. τό ἄλφιτο[ν]:манная \крупа τό σιμιγδάλι· перловая \крупа ὁ φάρος· гречневая \крупа τό μαυροσίταρο· ячневая \крупа ὁ φάρος· овсяная \крупа τό μπληγοῦρι ἀπό βρώμη·2. (снег) τό ψιλό χαλάζι. -
4 каша
-и θ.1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•молочная каша κουρκουτόγαλα•
манная каша χυλός με σιμιγδάλι•
гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•
рисовая каша χυλός από ρύζι.
2. πολτός, μάζα•после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.
3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.
εκφρ.каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•- и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω). -
5 крупа
-ы θ.άλφιτο, σεμίδαλη• χόνδροι• το πληγούρι•манная крупа το σιμιγδάλι•
крупа перловая κριθάρι ξεφλουδισμένο•
гречневая крупа άλφιτο μαυροσίταρου•
ячневая крупа άλφιτο κρίθινο•
овсяная крупа άλφιτο βρώμης.
|| το κοκκορόχιονο.